απορρώξ — ἀπορρώξ, ( ῶγος), ο, η (AM) [απορρήγνυμι] 1. αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος, κρημνώδης 2. ως ουσ. γκρεμός, απότομος βράχος 3. το θηλ. ως ουσ. μέρος, τμήμα που έχει αποσπαστεί 4. μέλος του σώματος 5. απόσταγμα … Dictionary of Greek
ἀπορρώξ — broken off masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πορρώξ — ἀπορρώξ , ἀπορρώξ broken off masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγα — ἀπορρώξ broken off masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγας — ἀπορρώξ broken off masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγες — ἀπορρώξ broken off masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγι — ἀπορρώξ broken off masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶγος — ἀπορρώξ broken off masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶξι — ἀπορρώξ broken off masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῶξιν — ἀπορρώξ broken off masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρώγεσσιν — ἀπορρώξ broken off masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)